παραλήπτης — ο, θηλ. παραλήπτρια / παραληπτής και παραλημπτής, ΝΑ [παραλαμβάνω] νεοελλ. αυτός που παραλαμβάνει πράγμα που τού δίνουν ή που προορίζεται γι αυτόν ή αυτός που έχει το δικαίωμα να παραλάβει κάτι, αποδοχέας («παραλήπτης επιστολής») αρχ. 1. άτομο… … Dictionary of Greek
παραληπτῆς — παραληπτός to be received fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραληπτά — παραληπτά̱ , παραληπτής receiver masc nom/voc/acc dual παραληπτής receiver masc voc sg παραληπτής receiver masc nom sg (epic) παραληπτός to be received neut nom/voc/acc pl παραληπτά̱ , παραληπτός to be received fem nom/voc/acc dual παραληπτά̱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορτοπαραλήμπτης — ὁ, Α παραλήπτης χόρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + παραλημπτής, άλλος τ. τού παραλήπτης] … Dictionary of Greek
ηλεκτρονικό ταχυδρομείο — (e mail). Πρόκειται για ένα σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων και αρχείων σε ηλεκτρονική μορφή μέσω υπολογιστών ευρισκομένων σε τοπικά ή ευρείας περιοχής δίκτυα. Η μεγάλη διάδοση και χρήση του Ίντερνετ βοήθησε πολύ στην καθιέρωση του η.τ., καθώς δίνει … Dictionary of Greek
αποδέκτης — Το πρόσωπο ή η αρχή όπου απευθύνεται ένα τηλεγράφημα, ένα τηλεφώνημα, μία επιστολή κλπ. Έτσι λέγεται επίσης και o τελικός σταθμός προορισμού ενός τηλεγραφήματος, ενώ o ενδιάμεσος σταθμός που πιθανώς να το δεχτεί λέγεται ενδιάμεσος σταθμός… … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
επιστολή — η (AM ἐπιστολή) [επιστέλλω] γραπτή ανακοίνωση ή μήνυμα, συνήθως σε τυποποιημένο φύλλο χαρτιού, που αποστέλλεται ή επιδίδεται μέσα σε φάκελο νεοελλ. φρ. 1. (αναλόγως τού περιεχομένου) α) «ευχετήρια επιστολή, συλλυπητήρια, απαντητική» κ.λπ. β)… … Dictionary of Greek
λήπτης — ο (Α λήπτης) αυτός που παίρνει, που δέχεται κάτι, παραλήπτης, δέκτης, αποδέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λᾱβ (στην ιων. αττ. ληβ ) τού λαμβάνω (πρβλ. λήψη, λήμμα)] … Dictionary of Greek
λήπτωρ — ο δέκτης, αποδέκτης, λήπτης, παραλήπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λᾱβ (ιων. αττ. ληβ ) τού λαμβάνω (πρβλ. λήψομαι, λήμμα)] … Dictionary of Greek